-
1 διαγορευω
1) объявлять, приказывать(ὡς αὐτοκράτωρ διαγορεύσας Plut.)
2) определять, устанавливатьἐν ἴσαις τιμαῖς διαγορευόμενοι Plat. — пользующиеся одинаковыми почестями;
τὸ διεγορευμένον ἐν τοῖς νόμοις Luc. — то, что гласят законы3) заявлять, говоритьκακῶς δ. τινά Luc. — дурно говорить о ком-л.
4) запрещать(τινὴ μέ κατιέναι πάλιν Plut.)
См. также в других словарях:
σπουδαίος — α, ο / σπουδαῑος, αία, ον, ΝΜΑ 1. (για πρόσ. και για πράγμ.) άξιος μεγάλης προσοχής, σημαντικός, εξαίρετος (α. «σπουδαίος άνθρωπος» β. «σπουδαίο έργο» γ. «οὐδὲ ἐν ἴσαις τιμαῑς διαγορευόμενοι φαῡλοι καὶ σπουδαῑοι», Πλάτ. δ. «δώρον οὐ σπουδαῑον εἰς … Dictionary of Greek